- πλαγιοφυλακή
- η, Νστρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθο-φυλακή). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Κλ. Κλεομένους].
Dictionary of Greek. 2013.